- φιλοπενθέστεραι
- φιλοπενθήςindulging in mourningfem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπενθής — ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές υπερβολική θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek